ευκίων

ευκίων
εὐκίων, -ονος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους κίονες («εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κίων «κολόνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐκίων — εὐκί̱ων , εὐκίων with beautiful pillars masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • εὐκίονας — εὐκί̱ονας , εὐκίων with beautiful pillars masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκίονες — εὐκί̱ονες , εὐκίων with beautiful pillars masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκίονι — εὐκί̱ονι , εὐκίων with beautiful pillars dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”